παστοράλε

παστοράλε
το, και παστορέλα, η
μουσ. μουσικό κομμάτι δημιουργημένο πάνω σε στίχους ή σκοπούς που έχουν σχέση με τη βουκολική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastorale / pastorella (< λατ. pastor, -oris «βοσκός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παστορέλα — η βλ. παστοράλε …   Dictionary of Greek

  • παστουρέλ(ι) — το μουσ. στροφικό τραγούδι τών τροβαδούρων και τών τρουβέρων, με θέμα τη διαμάχη ανάμεσα σε μια βοσκοπούλα και έναν ιππότη ο οποίος προσπαθεί να τήν πλανέψει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. pastourelle (πρβλ. παστοράλε)] …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου, Νέλλη — (Αθήνα 1938 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στο Γαλλικό, Αγγλικό και Γερμανικό ινστιτούτο. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα κ.ά. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των λογοτεχνών. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1958 με την έκδοση του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την …   Dictionary of Greek

  • ποιμενικό — το μουσική σύνθεση από τη ζωή των αγροτών και ποιμένων, αλλ. παστοράλε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”